περιγεγραμμένος

περιγεγραμμένος
-η, -ο
βλ περιγράφω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • περιγεγραμμένος — περιγράφω draw a line round perf part mp masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιγράφομαι — περιγράφομαι, περιγράφ(τ)ηκα, περιγεγραμμένος βλ. πίν. 122 Σημειώσεις: περιγράφομαι : η μτχ. περιγεγραμμένος χρησιμοποιείται όταν το ρ. έχει την ειδική έννοια → γράφω γεωμετρικό σχήμα γύρω απο άλλο …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • οζίδιο — το [όζος (Ι)] 1. ιατρ. περιγεγραμμένος υποστρόγγυλος, μάλλον σκληρός και ψηλαφητός σχηματισμός που εντοπίζεται στο χόριο ή στον υποδόριο ιστό 2. ανατ. ανατομικός οζιδιοειδής σχηματισμός σε διάφορα μέρη τού σώματος 3. (βιοχ.) ο οζίτης …   Dictionary of Greek

  • περίγραπτος — ον και περιγραπτός, όν, ΜΑ [περιγράφω] 1. περιγεγραμμένος, οριοθετημένος 2. αυτός που δεν μπορεί κανείς να περιγράψει, να προσδιορίσει («εἷς θεός ἐστιν ἄναρχος, ἀναίτιος, οὐ περίγραπτος», Γρηγ. Ναζ.) …   Dictionary of Greek

  • περιγεγραμμένως — Α επίρρ. ορισμένως, με τρόπο σαφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. περιγεγραμμένος τού περιγράφω] …   Dictionary of Greek

  • περιγραφή — (σχήματος σε άλλο σχήμα). Ο όρος χρησιμοποιείται στη γεωμετρία. Αν δοθεί στο επίπεδο ένα ν γωνο (*πολύγωνο) τίθεται το πρόβλημα: να περιγραφεί το ν γωνο σε κύκλο και το πρόβλημα: να περιγραφεί κύκλος στο ν γωνο. Το πρώτο σημαίνει: να… …   Dictionary of Greek

  • σχηματόγραπτος — ον, Μ ο περιγεγραμμένος με σχήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σχῆμα, ήματος + γραπτος (< γραπτός < γράφω), πρβλ. νωτό γραπτος] …   Dictionary of Greek

  • μάνταλα — Μυστικιστικό διάγραμμα, το οποίο χρησιμοποιείται από πολλές ινδουιστικές και βουδιστικές αιρέσεις και συμβολίζει ένα ιδιαίτερο επίπεδο συνείδησης, στο οποίο αναφέρονται οι διδασκαλίες ενός τάντρα. Η σανσκριτική λέξη μ. σημαίνει κύκλος. Η μ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”